глазировать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

глазировать - translation to πορτογαλικά


глазировать      
(фрукты и т.п.) cobrir com glacé ; (бумагу) lustrar , dar brilho
banhar em açúcar      
покрывать глазурью, глазировать
banhar em açúcar      
покрывать сахарной глазурью, глазировать сахаром

Ορισμός

глазировать
несов. и сов. перех.
1) Покрывать глазурью.
2) Делать блестящим, глянцевитым (обычно бумагу).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για глазировать
1. Их необходимо дополнительно глазировать и полировать, и не только ради эстетического восприятия.
2. Полученный в процессе приготовления соус нужно процедить и упарить, чтобы глазировать им готовые хвосты.
3. А вообще лучше сделать его заранее, а перед подачей только глазировать.
4. Точно так же можно глазировать и карамелизировать говяжий ростбиф, а глазурь сделать не имбирной, а, например, апельсиновой, лимонной, брусничной или красно-смородиновой.